ἐξεπράξατ'

ἐξεπράξατ'
ἐξεπράξατο , ἐκπράσσω
bring about
aor ind mid 3rd sg
ἐξεπρά̱ξατο , ἐκπράσσω
bring about
aor ind mid 3rd sg
ἐξεπράξατε , ἐκπράσσω
bring about
aor ind act 2nd pl
ἐξεπρά̱ξατε , ἐκπράσσω
bring about
aor ind act 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”